
Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που ταξιδεύουν μέσω θαλάσσης δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Απελπισμένοι άνθρωποι, σε όλα τα μέρη του κόσμου, εδώ και καιρό διακινδύνευσαν τη ζωή τους σε μη αξιόπλοα πλοία και άλλα σκάφη. Μερικοί το κάνουν σε αναζήτηση εργασίας, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ή εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Άλλοι ζητούν διεθνή προστασία κατά της δίωξης, σύγκρουσης ή άλλες απειλές για τη ζωή τη δική τους και των οικείων τους, την ελευθερία ή την ασφάλειά τους. Συχνά αυτό σημαίνει ότι η μοίρα τους ρίχνει στα χέρια των αδίστακτων λαθρεμπόρων. Πρόσθετα προς τις επικίνδυνες συνθήκες στις οποίες ταξιδεύουν, πολλοί υφίστανται κακοποίηση και βία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους.
Σε όλο τον κόσμο σήμερα, η διεθνής ναυτιλία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις Έρευνας και Διάσωσης (SAR) για να βοηθηθεί κάποιος που είναι σε κίνδυνο στη θάλασσα. Σήμερα, σήματα κινδύνου μπορούν να μεταδίδονται ταχύτατα μέσω δορυφόρου. Σε συνδυασμό με τις τεχνικές επίγειας επικοινωνίας, το συντονισμό των αρχών στην ξηρά και την ανταπόκριση των παρακείμενων πλοίων, η επιχείρηση διάσωσης μπορεί να είναι ταχεία και πολύ καλά συντονισμένη. Παρ’ όλα αυτά, η διάσωση και η αποβίβαση των ναυαγών (πλέον) σε ασφαλές μέρος είναι πολύπλοκες διαδικασίες που αφορούν μια σειρά παραγόντων – καθένας από τους οποίους έχει ειδικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές ναυτικό δίκαιο, καθώς και άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου, όπως τη νομοθεσία για τους πρόσφυγες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ακόμα και όταν η διάσωση έχει επιτευχθεί, προβλήματα μπορούν να προκύψουν στη συμφωνία των μερών (που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις) για την αποβίβαση των μεταναστών και των προσφύγων. Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα αυτό, τα κράτη μέλη του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) υιοθέτησαν τροποποιήσεις στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Ακριβώς όπως οι πλοίαρχοι έχουν υποχρέωση να παρέχουν συνδρομή, τα κράτη μέλη έχουν συμπληρωματική υποχρέωση να συντονίσουν και να συνεργαστούν έτσι ώστε τα άτομα που διασώθηκαν στη θάλασσα να αποβιβάζονται σε ένα ασφαλές μέρος, το συντομότερο δυνατόν.
Υποχρεώσεις του πλοιάρχου
Ο πλοίαρχος ενός σκάφους ή πλοίου έχει την υποχρέωση να παρέχει βοήθεια στους πληγέντες στη θάλασσα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, το καθεστώς τους ή τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται. Αυτή είναι μια μακρά ναυτική παράδοση, καθώς και υποχρέωση που προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο. Η συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ακεραιότητας των θαλάσσιων υπηρεσιών αναζήτησης και διάσωσης. Βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε δύο βασικά κείμενα :
1) Η Σύμβαση του 1982 των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, Ν. 2321/1995) προβλέπει (Άρθρο 98§1) ότι «Κάθε κράτος πρέπει να απαιτεί από τον πλοίαρχο του πλοίου που φέρει τη σημαία του, εφόσον μπορεί να πράξει αυτό χωρίς να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο το πλοίο, το πλήρωμα ή τους επιβάτες: (α) να παρέχει βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι στη θάλασσα και κινδυνεύει να πνιγεί, (β) να πλέει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα για τη διάσωση ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο, εφόσον πληροφορηθεί ότι αυτοί χρειάζονται βοήθεια και εφόσον η παροχή τέτοιας βοήθειας μπορεί λογικά να αναμένεται από αυτόν ».
2) Η διεθνής Σύμβαση του 1974 του IMO για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (σύμβαση SOLAS, Ν. 1045/1980 όπως τροποποιημένη ισχύει), υποχρεώνει (Κεφάλαιο V: Κανονισμός 33§1) όπως «Ο πλοίαρχος του ταξιδεύοντος πλοίου που είναι σε θέση να παράσχει βοήθεια, με τη λήψη πληροφορίας από οποιαδήποτε πηγή ότι άτομα κινδυνεύουν στη θάλασσα, υποχρεούται να πλεύσει ολοταχώς προς βοήθειά των ενημερώνοντας περί τούτου, εάν είναι δυνατόν, αυτά ή την Υπηρεσία έρευνας και διάσωσης. Αυτή η υποχρέωση για παροχή βοήθειας εφαρμόζεται ανεξαρτήτως εθνικότητας ή της ιδιότητας των ατόμων αυτών ή από των συνθηκών υπό τις οποίες ευρέθηκαν…»
Υποχρεώσεις των κυβερνήσεων και των Συντονιστικών Κέντρων Διάσωσης.
Αρκετές διεθνείς συμβάσεις για το δίκαιο της θάλασσας καθορίζουν τις υποχρεώσεις των κρατών μερών, εξασφαλίζοντας ρυθμίσεις για την ομαλή επικοινωνία και το συντονισμό τους στον τομέα της αρμοδιότητάς τους για τη διάσωση ατόμων που κινδυνεύουν στη θάλασσα γύρω από τις ακτές τους.
Η σύμβαση UNCLOS (άρθρο 98§2) επιβάλλει την υποχρέωση σε κάθε παράκτιο κράτος μέρος «… για την ίδρυση, λειτουργία και συντήρηση επαρκούς και αποτελεσματικής υπηρεσίας έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα και όπου το απαιτούν οι περιστάσεις, να συνεργάζεται με τα γειτονικά κράτη για το σκοπό αυτό στο πλαίσιο περιφερειακών διευθετήσεων».
Η σύμβαση SOLAS (Κεφάλαιο V: κανονισμός 7§1) επιβάλλει σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος όπως «…εξασφαλίσει ότι έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα για επικοινωνία ανάγκης και συντονισμό στην περιοχή ευθύνης της και για την διάσωση κινδυνευόντων προσώπων στην πέριξ των ακτών της θάλασσα. Αυτές οι διατάξεις πρέπει να περιλαμβάνουν τον καθορισμό, λειτουργία και συντήρηση τέτοιων ευκολιών έρευνας και διάσωσης που θεωρούνται πρακτικά δυνατές και αναγκαίες, λαμβάνοντας υπόψη την πυκνότητα της θαλάσσιας κυκλοφορίας και των ναυτιλιακών κινδύνων και, όσο είναι πρακτικά δυνατό, πρέπει να παρέχει επαρκή μέσα εντοπισμού και διάσωσης τέτοιων προσώπων».
Επιπλέον, η Διεθνής Σύμβαση του 1979 για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση (SAR, Ν. 1844/1989) υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα κράτη όπως το καθένα (άρθρο 2.1.10) «…διασφαλίσει ότι θα παρέχεται βοήθεια παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε κίνδυνο στη θάλασσα…ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή το καθεστώς του προσώπου ή τις περιστάσεις υπό τις οποίες βρέθηκε το πρόσωπο» και ορίζει (άρθρο 1.3.2) ότι η έννοια «Διάσωση» σημαίνει «μια επιχείρηση για την ανάκτηση ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο, για την παροχή κύριας ιατρική βοήθειας ή άλλων αναγκών, και για την παράδοσή τους σε ένα ασφαλές μέρος».
Νομοθεσία για τους πρόσφυγες
Αν οι άνθρωποι που διασώθηκαν στη θάλασσα ισχυρίζονται ότι είναι πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο, ή δηλώνουν με κάποιο τρόπο ότι φοβούνται τη δίωξη ή την κακομεταχείριση αν αποβιβαστούν σε ένα συγκεκριμένο τόπο, οι βασικές αρχές που προβλέπονται από το διεθνές προσφυγικό δίκαιο πρέπει να εφαρμοστούν. Ο πλοίαρχος δεν είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό του καθεστώτος των διασωθέντων.
Οι ορισμοί και οι βασικές υποχρεώσεις των κυβερνήσεων και των Συντονιστικών Κέντρων Διάσωσης για τους πρόσφυγες ορίζονται επίσης. Οι αιτούντες άσυλο είναι άτομα που ζητούν διεθνή προστασία και των οποίων η απαίτηση δεν έχει ακόμη αποφασιστεί οριστικά. Δεν είναι και δεν πρέπει ο κάθε αιτών άσυλο να αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας.
Η Σύμβαση του 1951 σχετικά με το καθεστώς των Προσφύγων (Ν.Δ. 3989/1959) ορίζει (άρθρο 1§Α εδ. 2, όπως τροποποιημένο ισχύει) ως πρόσφυγα, μεταξύ άλλων, ένα πρόσωπο που «…συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει υπηκοότητα και δεν δύναται, ή λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης».
Η Σύμβαση του 1951 (άρθρο 33 § 1 ) απαγορεύει πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο να απελαθούν ή να επιστραφούν με οποιοδήποτε τρόπο απολύτως «…στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή ή η ελευθερία τους θα απειλούνται λόγω της φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων». Αυτή η απαγόρευση δεν αφορά μόνο τη χώρα από την οποία έχει διαφύγει ένα άτομο, αλλά περιλαμβάνει επίσης κάθε άλλη περιοχή στην οποία αυτός ή αυτή θα αντιμετώπιζε μια τέτοια απειλή. Διασωθέντα πρόσωπα που δεν πληρούν τα κριτήρια της σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες όπως ορίζονται στη Σύμβαση, αλλά που φοβούνται τα βασανιστήρια ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή που διαφεύγουν από ένοπλες συγκρούσεις μπορεί επίσης να προστατεύονται από την επιστροφή σε μια συγκεκριμένη θέση «επαναπροώθησης» από άλλες διεθνείς ή περιφερειακές νομικές ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων αρχές.
Δράση από τις κυβερνήσεις και τα Συντονιστικά Κέντρα Διάσωσης (RCC)
Οι κυβερνήσεις πρέπει να συντονίζονται και να συνεργάζονται για να εξασφαλίζουν ότι οι πλοίαρχοι των πλοίων που παρέχουν βοήθεια επιβιβάζοντας άτομα ευρισκόμενα σε κίνδυνο στη θάλασσα αποδεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους με την ελάχιστη περαιτέρω παρέκκλιση από το προγραμματισμένο ταξίδι του πλοίου και να μεριμνήσουν ώστε η αποβίβαση να επιτευχθεί όσο το δυνατόν συντομότερα. Όπως αναγνωρίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταχείριση των προσώπων που διασώθηκαν στη θάλασσα, η κυβέρνηση που είναι υπεύθυνη για την περιοχή SAR στην οποία οι διασωθέντες ανακτήθηκαν είναι κυρίως υπεύθυνη για την παροχή ενός ασφαλούς τόπου ή τοποθεσίας. To πρώτο Κέντρο (RCC) που λαμβάνει το σήμα, υποχρεούται να μεταβιβάσει το σήμα στο Κέντρο (RCC) το οποίο είναι υπεύθυνο για την αντίστοιχη περιοχή Έρευνας και Διάσωσης (SAR). Όταν το υπεύθυνο Κέντρο ενημερωθεί, αναλαμβάνει αμέσως την ευθύνη για την επιχείρηση διάσωσης, καθώς και την ευθύνη για την ασφαλή διακομιδή των διασωθέντων σε ασφαλή τοποθεσία υπό την εποπτεία της αντίστοιχης κυβέρνησης της εν λόγω περιοχής.
Με όλα τα παραπάνω θα υπέθετε κανείς ότι υπάρχει ένα σαφές και πλήρες νομοθετικό πλαίσιο για να καλύψει όλο το φάσμα του ζητήματος, από τη διάσωση μέχρι τη διαχείριση των διασωθέντων ανθρώπων. Βλέπουμε, όμως, ότι κάτι τέτοιο σαφώς δεν συμβαίνει. Ο κύριος λόγος για την εμφάνιση των τεράστιων προβλημάτων που παρατηρούμε δεν είναι ο μεγάλος όγκος των μεταναστευτικών ροών (σίγουρα είναι ένας λόγος) όπως κάποιοι θέλουν να μας πείσουν, αλλά η προβληματική συμπεριφορά ορισμένων εμπλεκομένων ως προς τις παραπάνω διεθνής συνθήκες, και κυρίως η συνολικότερη προσέγγιση του προβλήματος από πλευράς τους και συνεπώς ο τρόπος που αξιοποιείται.
Η Τουρκία, για παράδειγμα, δεν έχει υπογράψει ακόμα την κυριότερη ναυτική συνθήκη (UNCLOS) που ορίζει το πλαίσιο δράσης επί του θέματος και το σημαντικότερο είναι ότι δεν πρόκειται να το πράξει, αφού κάτι τέτοιο θα της αφαιρούσε το δικαίωμα casus belli στην δικαιωματική, από την ίδια συνθήκη, επέκταση των θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας στα 12 από τα 6 ναυτικά μίλια. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι την εν λόγω συνθήκη δεν την έχουν υπογράψει ούτε οι Η.Π.Α. (πλην του Κεφαλαίου XI, το οποίο όμως δεν έχουν κυρώσει νομοθετικά). Επιπλέον, η συμπεριφορά της Τουρκίας και στις δυο άλλες βασικές συνθήκες (SAR, SOLAS) παραμένει ελλιπής και προβληματική. Παραδείγματος χάριν, η αμφισβήτηση Περιοχών Ευθύνης Έρευνας και Διάσωσης (SAR) είναι ευθεία αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων επί της συγκεκριμένης περιοχής, αφού οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης είναι ένα από τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούνται σε μια περιοχή, συν ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται. Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι πώς η Τουρκία – αντί να δεχτεί πίεση να συμμορφωθεί με τις παραπάνω συνθήκες και να τις υπογράψει με αφορμή το προσφυγικό – αντιστρέφει τους όρους και καταφέρνει να ασκεί πιέσεις σε παραπάνω από μια χώρες (Ελλάδα) και ομάδα χωρών (Ε.Ε.). Η δε Ε.Ε, ενώ δηλώνει αδυναμία να παραχωρήσει άσυλο σε 2,3 ή 5 εκατομμύρια πρόσφυγες την ίδια στιγμή εμφανίζεται πρόθυμη να παραχωρήσει visa σε 80 εκατομμύρια Τούρκους υπηκόους. Αναγνωρίζει και ενισχύει επιπλέον στην Τουρκία, επί της ουσίας, την προβολή μιας εικόνας ανωτερότητας έναντι του συνόλου των χωρών της Ευρώπης, μιας και επί 2 και πλέον χρόνια η Τουρκία μόνη της διαχειρίζεται τις ίδιες μεταναστευτικές ροές, των οποίων η θέα τρομοκράτησε το σύνολο της Ευρώπη.
Στον αντίποδα, βέβαια, η Ελλάδα επ’ αφορμή -ή και λόγω- της οικονομικής κρίσης δείχνει να μην μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της συγκυρίας ούτε στο ελάχιστο. Η συνδιάσκεψη που οργανώνει η Αυστρία το δείχνει ξεκάθαρα, όπως και οι δηλώσεις και πρακτικές πλείστων άλλων ευρωπαίων αξιωματούχων και κρατών. Χωρίς τις ιδεολογικές προκαταλήψεις μιας αριστεράς που ασκεί κριτική σε μια κυβέρνηση που επιμένει να την θεωρεί κομμάτι της (ενώ η ίδια η κυβέρνηση δεν θεωρεί τον εαυτό της κομμάτι αυτής της αριστεράς), η εμπλοκή του ΝΑΤΟ -με την παραίνεση μάλιστα της ελληνικής πλευράς- στο ζήτημα, αποτελεί την πρώτη πράξη για τη δημιουργία ενός ειδικού καθεστώτος στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου, και όχι την τελευταία ή μια ακόμη στο παγιωμένο πλέον πλαίσιο των τουρκικών αμφισβητήσεων, όπως πολλοί πιστεύουν ή θα ήθελαν να συμβαίνει. Αρκεί ίσως να αναφερθεί ότι οι ΝΑΤΟικοί χάρτες που θα χρησιμοποιηθούν δεν περιλαμβάνουν συνοριακές γραμμές ανάμεσα στα μέλη της (λύκο-)συμμαχίας, αλλά μονό τη συνοριακή γραμμή του ΝΑΤΟ. Δημιουργείται, λοιπόν, ένα αναμφισβήτητο τετελεσμένο που σίγουρα η γείτονα χώρα ξέρει να αξιοποιήσει.
Στα πλαίσια της ενιαίας διοίκησης των επιχειρήσεων, το βάρος και η σπουδαιότητα θα πέσει στον μεγαλύτερο στόλο (πολεμικό, ακτοφυλακής κ.λπ.) – σημείο στο οποίο επίσης υστερούμε αρκετά. Άρα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει (ότι και αν λέγεται) ότι τουρκικά σκάφη θα επιχειρήσουν εντός των ΝΑΤΟικών-ελληνικών χωρικών υδάτων, υπό τις οδηγίες βέβαια της ΝΑΤΟικής διοίκησης. Φανταστείτε την εικόνα ελληνικών ψαράδικων παραπλεόντων σκαφών να επιχειρούν για τη διάσωση μιας λέμβου με πρόσφυγες και να λαμβάνουν οδηγίες από τον ασύρματο από το ελληνικό λιμενικό να συνεργαστούν-υπακούσουν σε μια τουρκική ακταιωρό. Τρομακτικό σενάριο για τα εθνικά συμφέροντα, και όποιους ενδιαφέρουν αυτά, με ανυπολόγιστες συνέπειες ακόμα και στο φρόνημα και το ηθικό του νησιωτικού πληθυσμού. Σενάριο μάλιστα που φαίνεται να είναι και το επικρατέστερο, στο πεδίο των πραγματικών επιχειρήσεων.
Ο αποκλεισμός της περιοχής των Δωδεκανήσων από τον σχεδιασμό – και μάλιστα στη βάση της αποδοχής των τουρκικών θέσεων περί περιοχής απαγόρευσης ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων – αποτελεί άλλη μια διπλωματική αποτυχία, την ώρα μάλιστα που η περιοχή αυτή δέχεται το 40% των ροών (με βάση την επιλογή περιοχών για την δημιουργία των σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης hot spot (sic)). Να σημειώσουμε εδώ ότι οι πιο αυξημένες αντιδράσεις για τη δημιουργία αυτών των ναζιστικής έμπνευσης στρατοπέδων, δεν είναι μάλλον καθόλου τυχαίο που παρατηρούνται σε ένα νησί με έντονη τουρκική παρουσία –κοινότητα μόνιμων κατοίκων, την Κω.
Η ελληνική πλευρά στο βαθμό που δεν μαθαίνει από τη μέχρι τώρα ιστορία της είναι αναγκασμένη, δυστυχώς, να την ξαναζήσει. Η απλή μεταφορά των ροών προς τα Δωδεκάνησα και την ευαίσθητη περιοχή του Καστελόριζου (μόνο 350μ. από τις τουρκικές αρχές) προμηνύει το προσχεδιασμένο έγκλημα. Αυτό δεν αποτελεί καταδιωκτική μανία όσων θέλουν να φαντάζονται έναν εχθρικό γείτονα, αλλά είναι το πιο ασφαλές συμπέρασμα για όποιον παρατηρεί τις κινήσεις της Τουρκίας μέσα στον ιστορικό χρόνο και γεωπολιτικό χώρο (όπως θα έλεγαν κάποιοι). Την τακτική της εποίκησης αξιοποίησε η Τουρκία για την περίπτωση της Ίμβρου και της Τενέδου, δημιουργώντας μάλιστα και φυλακές ανοικτού τύπου. Την ίδια μέθοδο ακολούθησε και στην Κύπρο για να ενισχύσει τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιούργησε. Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά ότι ο λόγος που η ίδια δε συνορεύει με την Αίγυπτο, ενώ ταυτόχρονα συνορεύει η Ελλάδα με την Κύπρο λέγεται Καστελόριζο.
Για ένα τόσο μεγάλο θέμα το μόνο σίγουρο είναι ότι θα αναγκαστούμε δυστυχώς να επανέλθουμε